- άνευρα
- (aneura). Φυτά που δεν έχουν περιάνθιο. Ο θαλλός τους δεν έχει επίσης φύλλα και νεύρα. Η σπερμοθήκη τους έχει σχήμα ωοειδές ή επίμηκες και είναι χωρισμένη έως τη βάση της σε τέσσερα μέρη με ισάριθμες βαλβίδες. Δύο φυτά του είδους αυτού φυτρώνουν και στην Ευρώπη, το πιμελές και το πλύτρητο,κυρίως στις όχθες των ποταμών ή σε υγρά και σκιερά μέρη.
Dictionary of Greek. 2013.