άνευρα

άνευρα
(aneura). Φυτά που δεν έχουν περιάνθιο. Ο θαλλός τους δεν έχει επίσης φύλλα και νεύρα. Η σπερμοθήκη τους έχει σχήμα ωοειδές ή επίμηκες και είναι χωρισμένη έως τη βάση της σε τέσσερα μέρη με ισάριθμες βαλβίδες. Δύο φυτά του είδους αυτού φυτρώνουν και στην Ευρώπη, το πιμελές και το πλύτρητο,κυρίως στις όχθες των ποταμών ή σε υγρά και σκιερά μέρη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἄνευρα — ἄνευρος without sinews neut nom/voc/acc pl ἀνευρίσκω find out aor ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”